- μεσίστιος
- -α, -ο(για σημαίες ή σήματα)1. αυτός που είναι υψωμένος ώς τη μέση τού ιστού σε ένδειξη πένθους («μεσίστια σημαία»·)2. αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ιστών («μεσίστιο σύσπαστο»).επίρρ...μεσιστίως και -ιαμε μεσίστιο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + ἱστός (πρβλ. παρ-ίστιος, πλησ-ίστιος)].
Dictionary of Greek. 2013.